φαρέτρα

φαρέτρα
φᾰρέτρ-α, [dialect] Ion. [suff] φᾰρέτρ-η, , ([etym.] φέρω)
A quiver for arrows,

ἰοδόκος Il.15.443

;

ὡς εἴ τε φαρέτρῃ πῶμ' ἐπιθείη Od.9.314

;

ἀμφηρεφής Il.1.45

;

βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας Pi.O.2.84

, cf. E.Rh.979, HF969;

ὥσπερ ἐκ φαρέτρας ῥηματίσκια . . ἀνασπῶντες Pl.Tht.180a

; φ. τοξευμάτων a quiver-full of . . , IG12(5).647.28 (Coressus, iii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φαρέτρα — φαρέτρᾱ , φαρέτρα quiver fem nom/voc/acc dual φαρέτρᾱ , φαρέτρα quiver fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρέτρᾳ — φαρέτραι , φαρέτρα quiver fem nom/voc pl φαρέτρᾱͅ , φαρέτρα quiver fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρέτρα — Ο όρος προέρχεται από το ρήμα φέρω. Θήκη δερμάτινη, ξύλινη ή μεταλλική, σε σχήμα στενόμακρο, κλειστή από το ένα μέρος και ανοιχτή από το άλλο. Κατά την αρχαιότητα στη φαρέτρα έβαζαν τα βέλη τους οι στρατιώτες που ήταν οπλισμένοι με τόξα. Την… …   Dictionary of Greek

  • φαρέτρα — η δερμάτινη θήκη, όπου οι τοξότες έβαζαν τα βέλη τους, η βελοθήκη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαρέτρας — φαρέτρᾱς , φαρέτρα quiver fem acc pl φαρέτρᾱς , φαρέτρα quiver fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρέτραι — φαρέτρα quiver fem nom/voc pl φαρέτρᾱͅ , φαρέτρα quiver fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρέτραν — φαρέτρᾱν , φαρέτρα quiver fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρετρέων — φαρέτρα quiver fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρετρῶν — φαρέτρα quiver fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρέτραις — φαρέτρα quiver fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρέτρη — φαρέτρα quiver fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”